άβακας

άβακας ελληνικού κιονόκρανου

άβακας ελληνικού κιονόκρανου

άβακας ελληνικού κιονόκρανου

άβακας

Τετράγωνη επίπεδη πλάκα, που βρίσκεται στο επάνω μέρος του κιονόκρανου και κάτω από το επιστύλιο.

Άβακας ακόμα λέγεται και το αριθμητήριο, που επινοήθηκε το Μεσαίωνα και είναι ορθογώνιο πλαίσιο με μεταλλικές χορδές, πάνω στις οποίες κινούνται χρωματιστά σφαιρίδια.

Οι ναυτικοί έτσι λένε το πάνω μέρος της πρύμνης του πλοίου ή της βάρκας (καθρέφτης), όπου ήταν γραμμένο το όνομα του πλοίου, το λιμάνι και η χρονολογία της νηολόγησής του.

Εγκ/δεια Επιστήμη & Ζωή

Σχόλια